- ιμαντελικτής
- ἱμαντελικτής, ὁ (Α)1. αυτός που στρέφει, που γυρίζει σχοινιά2. (για τους σοφιστές) αυτός που παρουσιάζει προβλήματα με δύσκολη λύση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + ελικτής (< ἑλίσσω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἱμαντελικτέων — ἱμαντελικτής pricker of tapes masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιμάντας — Όργανο σε σχήμα ατέρμονης ταινίας, το οποίο χρησιμοποιείται για να μεταδίδει την περιστροφική κίνηση από έναν άξονα σε έναν άλλο. Για τον σκοπό αυτό, o ι. αναπτύσσει τριβή πάνω σε τροχαλίες που συνδέονται σταθερά με τους άξονες. Η κινητήρια… … Dictionary of Greek